αχρωστος

αχρωστος
    ἄχρωστος
    ἄ-χρωστος
    2
    1) нетронутый
    

οὐκ ἄχρωστα γόνατ΄ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. — я прикоснусь к ее коленям, т.е. буду умолять ее

    2) Plut. = ἀχρωμάτιστος См. αχρωματιστος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αχρωστος" в других словарях:

  • άχρωστος — ἄχρωστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος 2. άχρωμος, αχρωμάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θέμα) χρωσ , χρώζω χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ἄχρωστον — ἄχρωστος untouched masc/fem acc sg ἄχρωστος untouched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρώστων — ἄχρωστος untouched masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχρωστα — ἄχρωστος untouched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»