- αχρωστος
- ἄχρωστοςἄ-χρωστος21) нетронутый
οὐκ ἄχρωστα γόνατ΄ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. — я прикоснусь к ее коленям, т.е. буду умолять ее
2) Plut. = ἀχρωμάτιστος См. αχρωματιστος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οὐκ ἄχρωστα γόνατ΄ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. — я прикоснусь к ее коленям, т.е. буду умолять ее
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άχρωστος — ἄχρωστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος 2. άχρωμος, αχρωμάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θέμα) χρωσ , χρώζω χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
ἄχρωστον — ἄχρωστος untouched masc/fem acc sg ἄχρωστος untouched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρώστων — ἄχρωστος untouched masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρωστα — ἄχρωστος untouched neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)